εἰσελθοῦσ'

εἰσελθοῦσ'
εἰσελθοῦσα , εἰσέρχομαι
go in
aor part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
εἰσελθοῦσι , εἰσέρχομαι
go in
aor part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)
εἰσελθοῦσαι , εἰσέρχομαι
go in
aor part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δηλώνω — (AM δηλῶ, όω Μ και δηλώνω) [δήλος] 1. αναφέρω, λέγω («δήλωσε τα εξής», «δηλώσω δὲ καὶ τόδε») 2. φανερώνω, αποκαλύπτω («τον έρωτα εδήλωσαν που χαν εις την αγάπην», «κάρτα μοι σαφώς ἐδήλωσας κακά») 3. ερμηνεύω, εξηγώ («δηλώσει τα αινίγματα και τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”